- οινοπνευματοποιήσιμος
- -η, -οαυτός που είναι κατάλληλος να γίνει οινόπνευμα: Οινοπνευματοποιήσιμη σταφίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οινοπνευματοποιήσιμος — η, ο [οινοπνευματοποίηση] (για διάφορες ύλες) αυτός που μπορεί να μετατραπεί με ζύμωση σε οινόπνευμα ή αυτός από τον οποίο μπορεί να παραχθεί οινόπνευμα … Dictionary of Greek